- γρίπους
- γρίπωνfishermanmasc acc plγρί̱πους , γρῖφοςfishing-basketmasc acc plγρί̱πους , γρῖποςhaulmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γριπάρης — και γρυπάρης ο [γρίπος ή γρύπος] 1. ο γριπεύς, αυτός που ψαρεύει με γρίπο 2. αυτός που κατασκευάζει γρίπους … Dictionary of Greek
γρίπος — ο 1. αλιευτικό δίχτυ. 2. το καΐκι που έχει γρίπους, η τράτα. 3. σκοινί ή σύρμα με το οποίο βγάζουν από τη θάλασσα αντικείμενα που έχουν βυθιστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γριπάρης — ο θηλ. ισσα αυτός που ψαρεύει με γρίπο ή κατασκευάζει γρίπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)